Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρεωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρεωμέν|ος <-η, -ο> [xrɛɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

χρεωμένος
είμαι χρεωμένος ως το λαιμό

Παραδειγματικές φράσεις με χρεωμένος

είναι χρεωμένος ως τ' αφτιά
είμαι χρεωμένος ως το λαιμό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский