Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άφεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άφεσ|η <-εις> [ˈafɛsi] SUBST θηλ

1. άφεση ΘΡΗΣΚ (συγχώρεση):

άφεση
Vergebung θηλ
άφεση αμαρτιών
Sündenerlass αρσ

2. άφεση (χρέους):

άφεση
Erlass αρσ

3. άφεση ΣΤΡΑΤ:

άφεση
Entlassung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με άφεση

άφεση θηλ χρέους
άφεση αμαρτιών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский