Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφερεγγυότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφερεγγυότητα [afɛrɛɲɟiˈɔtita] SUBST θηλ

1. αφερεγγυότητα (λόγος για τον οποίο δε δίνεται πίστωση):

αφερεγγυότητα

2. αφερεγγυότητα (ανικανότητα πληρωμής):

αφερεγγυότητα
αφερεγγυότητα
Insolvenz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский