Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφή [aˈfi] SUBST θηλ

1. αφή (μια από τις αισθήσεις):

αφή
Tastsinn αρσ

2. αφή (αίσθημα):

αφή
Gefühl ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αφή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский