Ελληνικά » Γερμανικά

I . χρεώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xrɛˈɔnɔ] VERB μεταβ (λογαριασμό)

χρεώνω με

II . χρεώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. χρεώνομαι (λογαριασμός):

2. χρεώνομαι (κάνω χρέη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский