Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κολλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κολλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kɔˈlɔ] VERB μεταβ

1. κολλώ (με κόλλα):

κολλώ

2. κολλώ (περισσότερα κομμάτια):

κολλώ

3. κολλώ (μέταλλο: με καλάι):

κολλώ

4. κολλώ (μέταλλο: με ηλεκτροκόλληση, με οξυγόνο):

κολλώ

5. κολλώ (τοιχοκολλώ):

κολλώ

II . κολλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kɔˈlɔ] VERB αμετάβ

3. κολλώ (είμαι κολλώδης):

κολλώ

4. κολλώ (αρρωσταίνω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский