Ελληνικά » Γερμανικά

καταφέρ|νω <-α> [kataˈfɛrnɔ] VERB μεταβ

2. καταφέρνω (πείθω):

καταφέρνω

3. καταφέρνω (τα βγάζω πέρα):

4. καταφέρνω (χτύπημα, πλήγμα):

καταφέρνω

Παραδειγματικές φράσεις με καταφέρνω

τα καταφέρνω
τα καταφέρνω μια χαρά
καταφέρνω να κάνω κάτι
άσε, τα καταφέρνω μόνος μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский