Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταφεύγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|αφεύγω <-άφυγα [ή -έφυγα] > [kataˈfɛvɣɔ] VERB αμετάβ

καταφεύγω σε
Zuflucht suchen bei +δοτ
καταφεύγω σε
καταφεύγω στα δικαστήρια

Παραδειγματικές φράσεις με καταφεύγω

καταφεύγω στα δικαστήρια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский