Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάφορτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάφορτ|ος <-η, -ο> [kaˈtafɔrtɔs] ΕΠΊΘ

1. κατάφορτος:

κατάφορτος από

2. κατάφορτος (άνθρωπος: με υποχρεώσεις, δουλειά):

κατάφορτος από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский