Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταφτάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταφτά|νω <-σα> [kataˈftanɔ] VERB αμετάβ

1. καταφτάνω (φτάνω):

καταφτάνω

2. καταφτάνω (προλαβαίνω κάποιον):

καταφτάνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский