Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάφαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάφασ|η <-εις> [kaˈtafasi] SUBST θηλ

1. κατάφαση (το να πει κανείς ναι):

κατάφαση
Bejahung θηλ

2. κατάφαση (συγκατάθεση):

κατάφαση
Zusage θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский