Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκπτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκπτωσ|η <-εις> [ˈɛkptɔsi] SUBST θηλ

2. έκπτωση (αξιωματούχου):

έκπτωση
Degradierung θηλ

3. έκπτωση (από δικαίωμα: απώλεια):

έκπτωση
Verlust αρσ

4. έκπτωση (ξεπεσμός):

έκπτωση
Verfall αρσ
διανοητική έκπτωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский