Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπωματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπωματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛkpɔmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. εκπωματίζω (αφαιρώ πώμα):

εκπωματίζω

2. εκπωματίζω (αφαιρώ φελλό):

εκπωματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский