Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκρέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκρέω <εξέρρευσα> [ɛˈkrɛɔ] VERB αμετάβ (χρήματα)

εκρέω σε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский