Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκπτωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκπτωτ|ος <-η, -ο> [ˈɛkptɔtɔs] ΕΠΊΘ (βασιλιάς)

έκπτωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский