Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπρόσωπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπρόσωπος [ɛkˈprɔsɔpɔs] SUBST mf ΕΜΠΌΡ

εκπρόσωπος
Vertreter(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος επιχείρησης
Firmenvertreter(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος καρτέλ
Kartellvertreter(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος κεφαλαίου
Kapitalvertreter(in) αρσ (θηλ)
κυβερνητικός εκπρόσωπος
κομματικός εκπρόσωπος
κορυφαίος εκπρόσωπος
εκπρόσωπος του λαού
Volksvertreter(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος μετόχων
Aktionärsvertreter(in) αρσ (θηλ)
συνδικαλιστικός εκπρόσωπος
Börsenagent(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με εκπρόσωπος

εκπρόσωπος επιχείρησης
Firmenvertreter(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος καρτέλ
Kartellvertreter(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος κεφαλαίου
Kapitalvertreter(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος μετόχων
Aktionärsvertreter(in) αρσ (θηλ)
κυβερνητικός εκπρόσωπος
κομματικός εκπρόσωπος
κορυφαίος εκπρόσωπος
συνδικαλιστικός εκπρόσωπος
Börsenagent(in) αρσ (θηλ)
εκπρόσωπος του λαού
Volksvertreter(in) αρσ (θηλ)
Regierungssprecher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский