Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπυρσοκροτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκπυρσοκροτ|ώ <-είς, -ησα> [ɛkpirsɔkrɔˈtɔ] VERB μεταβ

εκπυρσοκροτώ ένα όπλο

II . εκπυρσοκροτ|ώ <-είς, -ησα> [ɛkpirsɔkrɔˈtɔ] VERB αμετάβ

1. εκπυρσοκροτώ (για μεγάλα όπλα):

εκπυρσοκροτώ

2. εκπυρσοκροτώ (για πιστόλι):

εκπυρσοκροτώ

Παραδειγματικές φράσεις με εκπυρσοκροτώ

εκπυρσοκροτώ ένα όπλο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский