Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκρήγνυμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκρήγνυμαι <εξερράγην> [ɛˈkriɣnimɛ] VERB αμετάβ

1. εκρήγνυμαι (σκάζω από έκρηξη):

εκρήγνυμαι

2. εκρήγνυμαι (ξεσπώ):

εκρήγνυμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский