Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσυλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσυλο [ˈasilɔ] SUBST ουδ

2. άσυλο (καταφύγιο):

άσυλο
Zuflucht θηλ
Steueroase θηλ

3. άσυλο (ίδρυμα):

άσυλο
Heim ουδ
άσυλο ανιάτων
Sterbeklinik θηλ
άσυλο αστέγων
άσυλο γερόντων
Altenheim ουδ
άσυλο ορφανών
Waisenhaus ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский