Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαιούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαιούχ|ος (-α) [ðicɛˈux|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δικαιούχος (-α)
είμαι δικαιούχος μερίσματος ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με δικαιούχος

δικαιούχος mf ασύλου
δικαιούχος μεριδίου
δικαιούχος mf της εγγύησης
Garantieempfänger(in) αρσ (θηλ)
είμαι δικαιούχος μερίσματος ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский