zadrž|áti <zadržím; zadŕžal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
I. zadrž|eváti <zadržújem; zadrževàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. zadrževati (človeka):
2. zadrževati (čustvo):
3. zadrževati (promet):
4. zadrževati (izplačilo):
II. zadrž|eváti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα zadrževati se
zádružnik (zádružnica) <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- zadružnik (zádružnica)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.