στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
tunnel <πλ tunnel> [ˈtunnel] ΟΥΣ αρσ
1. tunnel (traforo):
2. tunnel μτφ:
3. tunnel ΤΕΧΝΟΛ:
- tunnel
- tunnel
5. tunnel ΑΘΛ (nel calcio):
ιδιωτισμοί:
- tunnel aerodinamico ΤΕΧΝΟΛ
- wind tunnel
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.