στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. tiranno1 (tiranna) [tiˈranno] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (dittatore)
II. tiranno1 [tiˈranno] ΕΠΊΘ
tiranno marito, governo:
- inesorabile tiranno, giudice
-
- inesorabile tiranno, giudice
-
- inesorabile tiranno, giudice
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.