στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
dictatorial [βρετ dɪktəˈtɔːrɪəl, αμερικ ˌdɪktəˈtɔriəl] ΕΠΊΘ
- dictatorial person
-
- dictatorial regime, powers
-
-
- dictatorial
-
- dictatorial
- dittatoriale μτφ
- dictatorial
- tirannico marito, governo
- dictatorial
- tirannico persona, comportamento
- dictatorial
-
- dictatorial
στο λεξικό PONS
dictatorial [ˌdɪk·tə·ˈtɔ:·ri·əl] ΕΠΊΘ
- dictatorial
-
-
- dictatorial
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.