I. rabbuiato [rabbuˈjato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
rabbuiato → rabbuiare
II. rabbuiato [rabbuˈjato] ΕΠΊΘ
rabbuiato viso, sguardo:
- rabbuiato
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.