στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. prodigo <πλ prodighi, prodighe> [ˈprɔdiɡo, ɡi, ɡe] ΕΠΊΘ
II. prodigo (prodiga) <πλ prodighi, prodighe> [ˈprɔdiɡo, ɡi, ɡe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- prodigo (prodiga)
-
- prodigo (prodiga)
-
-
- prodigo
- prodigal government, body
- prodigo
-
- prodigo
-
- prodigo
- extravagant person
- (eccessivamente) prodigo, sprecone
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.