στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. inquirente [inkwiˈrɛnte] ΕΠΊΘ
- inquirente
-
- commissione inquirente
-
II. inquirente [inkwiˈrɛnte] ΟΥΣ αρσ θηλ
- inquirente
-
- giudice inquirente
-
-
- inquirente
-
- inquirente
στο λεξικό PONS
inquirente [iŋ·kui·ˈrɛn·te] ΕΠΊΘ (magistrato, giudice)
- inquirente
-
- magistrato inquirente
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- magistrato inquirente