I. imbiancato [imbjanˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
imbiancato → imbiancare
II. imbiancato [imbjanˈkato] ΕΠΊΘ
I. imbiancare [imbjanˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. imbiancare:
2. imbiancare:
II. imbiancarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.