στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. gobbo1 [ˈɡɔbbo] ΕΠΊΘ
1. gobbo (con la gobba):
- gobbo persona
- humpbacked παρωχ or προσβλ
- gobbo persona
- hunchbacked παρωχ or προσβλ
2. gobbo (incurvato):
II. gobbo1 (gobba) [ˈɡɔbbo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- gobbo (gobba)
-
-
- gobbo
-
- gobbo αρσ
-
- gobbo
-
- gobbo
στο λεξικό PONS
I. gobbo (-a) [ˈgob·bo] ΕΠΊΘ
II. gobbo (-a) [ˈgob·bo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- gobbo (-a)
-
-
- gobbo(-a) αρσ (θηλ)
-
- gobbo, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.