gnoseologico <πλ gnoseologici, gnoseologiche> [ɲozeoˈlɔdʒiko, ɡnozeoˈlɔdʒiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- gnoseologico
-
- gnoseologico
-
-
- gnoseologico
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.