στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


ferocia [feˈrɔtʃa] ΟΥΣ θηλ
1. ferocia (di animale):
- ferocia
-
- ferocia
-
στο λεξικό PONS


ferocia <-cie> [fe·ˈrɔ:·tʃa] ΟΥΣ θηλ
1. ferocia (crudeltà: di persona, animale):
- ferocia
-
2. ferocia (atti di crudeltà):


-
- ferocia θηλ
-
- ferocia θηλ
- fierceness of competition, opposition
- ferocia θηλ
- ferocity of animal, person
- ferocia θηλ
- ferocity of attack
- ferocia θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.