στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. campionario <πλ campionari, campionarie> [kampjoˈnarjo] ΕΠΊΘ
II. campionario <πλ campionari, campionarie> [kampjoˈnarjo] ΟΥΣ αρσ
1. campionario:
- fiera campionaria, fiera commerciale
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.