I. atterrito [atterˈrito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
atterrito → atterrire
II. atterrito [atterˈrito] ΕΠΊΘ
-
- atterrito, inorridito (at da)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.