στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. appartenente [apparteˈnɛnte] ΕΠΊΘ
II. appartenente [apparteˈnɛnte] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
I. appartenente [ap·par·te·ˈnɛn·te] ΕΠΊΘ
- appartenente a qc
-
II. appartenente [ap·par·te·ˈnɛn·te] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.