I. alterato [alteˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
alterato → alterare
II. alterato [alteˈrato] ΕΠΊΘ
2. alterato (falsificato):
5. alterato ΓΕΩΛ:
- alterato
-
I. alterare [alteˈrare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. alterare:
2. alterare (falsificare, contraffare):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.