Oxford Spanish Dictionary
manto petrolífero ΟΥΣ αρσ
petrolífero (petrolífera) ΕΠΊΘ
- petrolífero (petrolífera)
- oil προσδιορ
yacimiento ΟΥΣ αρσ
1. yacimiento (de un mineral):
2. yacimiento ΑΡΧΑΙΟΛ:
manto ΟΥΣ αρσ
1. manto ΜΌΔΑ:
στο λεξικό PONS
petrolífero (-a) ΕΠΊΘ
petrolífero (-a) [pe·tro·ˈli·fe·ro, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.