Oxford Spanish Dictionary
femenino (femenina) ΕΠΊΘ
1. femenino:
2. femenino:
3. femenino ΓΛΩΣΣ:
- femenino (femenina)
-
- individual masculino/femenino
-
στο λεξικό PONS
femenino [fe·me·ˈni·no] ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
- femenino
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.