Oxford Spanish Dictionary
excelentísimo (excelentísima) ΕΠΊΘ τυπικ
excelencia ΟΥΣ θηλ
1. excelencia (cualidad):
2. excelencia τυπικ (tratamiento):
στο λεξικό PONS
excelentísimo (-a) ΕΠΊΘ
- excelentísimo (-a)
- honourable βρετ
- excelentísimo (-a)
- honorable αμερικ
- el excelentísimo señor Presidente
-
excelentísimo (-a) [e·se·len·ˈti·si·mo, -a; es·θe-] ΕΠΊΘ
- excelentísimo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- el excelentísimo señor Presidente