Oxford Spanish Dictionary
acceso secuencial ΟΥΣ αρσ
secuencial ΕΠΊΘ
acceso ΟΥΣ αρσ
1.1. acceso (a un lugar):
2.1. acceso (a un puesto, cargo):
2.2. acceso (a un curso):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- accesibilidad
- accesible
- accesión
- accésit
- acceso
- acceso secuencial
- accidentado
- accidental
- accidentalidad
- accidentalmente
- accidentarse