eigen [ˈaɪgən] ΕΠΊΘ
1. eigen (einem selbst gehörend):
-  eigen
-  
2. eigen (sogar):
3. eigen τυπικ (typisch):
-  eigen
-  
4. eigen (sonderbar):
-  eigen
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
