Zwanziger1 <-s, -> [ˈtsvantsɪgɐ] ΟΥΣ αρσ
Zwanziger2 <-, -> ΟΥΣ θηλ
Zwanziger ΙΣΤΟΡΊΑ οικ:
- Zwanziger (Briefmarke)
-
Zwanziger3 ΟΥΣ Pl
Achtziger1 <-s, -> ΟΥΣ αρσ
1. Achtziger (Mann in den Achtzigern):
-
- octogénaire αρσ
2. Achtziger → Achtzigjährige(r)
3. Achtziger (Wein des Jahrgangs 1980):
-
- 1980 αρσ
Zwanzigerin <-, -nen> ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.