I. unglücklich ΕΠΊΘ
1. unglücklich:
- unglücklich Person, Gesicht
-
2. unglücklich (ungünstig):
3. unglücklich (folgenschwer):
- unglücklich Sturz
-
II. unglücklich ΕΠΊΡΡ
1. unglücklich:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.