I. eigentlich ΕΠΊΘ
1. eigentlich (wirklich):
- eigentlich Name, Wesen, Zweck
-
- eigentlich Tatsache, Wert
-
2. eigentlich (ursprünglich):
II. eigentlich ΕΠΊΡΡ
1. eigentlich (normalerweise):
2. eigentlich (überhaupt):
3. eigentlich (wirklich):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.