Blitz <-es, -e> [blɪts] ΟΥΣ αρσ
1. Blitz:
2. Blitz (das Aufblitzen):
- Blitz
- éclair αρσ
3. Blitz ΦΩΤΟΓΡ:
- Blitz
- flash αρσ
- (ausklappbarer) Blitz
-
ιδιωτισμοί:
I. blitzen ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ
II. blitzen ΡΉΜΑ αμετάβ
| es | blitzt |
|---|
| es | blitzte |
|---|
| es | hat | geblitzt |
|---|
| es | hatte | geblitzt |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.