I. auffällig [ˈaʊffɛlɪç] ΕΠΊΘ
II. auffällig [ˈaʊffɛlɪç] ΕΠΊΡΡ
- auffällig nervös
-
- auffällig sich verhalten
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.