Selbständige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
I. selbständig [ˈzɛlpʃtɛndɪç] ΕΠΊΘ
1. selbständig:
- selbständig Person, Handeln, Denken
-
2. selbständig (beruflich unabhängig):
ιδιωτισμοί:
-
- s'envoler οικ
II. selbständig [ˈzɛlpʃtɛndɪç] ΕΠΊΡΡ
- selbständig handeln
-
selbständig
1. selbständig (unabhängig):
2. selbständig (beruflich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.