I. salarié(e) [salaʀje] ΕΠΊΘ
- salarié(e) personne
-
II. salarié(e) [salaʀje] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
salarié αρσ
- salarié
- Angestellter αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.