nassΜΟ, naßπαλαιότ <nasser [o. nässer], nasseste [o. nässeste]> ΕΠΊΘ
1. nass:
2. nass (regnerisch):
- nass Tag, Wetter, Witterung
-
nass
- nass
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.