στο λεξικό PONS
Fi·nan·zie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- die Finanzierung [einer S. γεν [o. von etw δοτ]]
- financing [sth]
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
warenindexierte Finanzierung phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Finanzierung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Finanzierung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Wareneinstandspreis
- Warenempfänger
- Warenempfangsbestätigung
- Warenerhalt
- Warengeld
- warenindexierte Finanzierung
- Wareninhaber
- Warenkalkulation
- Warenkode
- Warenkonto
- Warenkorb