στο λεξικό PONS
I. un·be·frie·di·gend [ˈʊnbəfri:dɪgn̩t] ΕΠΊΘ
- [für jdn] unbefriedigend sein
-
II. un·be·frie·di·gend [ˈʊnbəfri:dɪgn̩t] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unbefriedigend ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.